Αποχή και κρίση αντιπροσώπευσης

Περιήγηση:
Αποχή και κρίση αντιπροσώπευσης

Η συνεχώς αυξανόμενη αποχή που καταγράφεται στα αποτελέσματα όλων των εκλογικών διαδικασιών, με αποκορύφωμα τις τελευταίες αυτοδιοικητικές, αναδεικνύει την εδώ και καιρό κρίση αντιπροσώπευσης (με όλες τις έννοιες του όρου) και εκπροσώπησης που τείνει να εγκαθιδρυθεί στη χώρα μας.

Δύο βασικές αιτίες:

Κατ’ αρχάς, η συνεχιζόμενη άνιση κατανομή της πρόσβασης στα όργανα και τα μέσα συμμετοχής στην πολιτική. Η πρόσβαση αυτή παραμένει κοινωνικά καθορισμένη και συνδέεται κυρίως με το φύλο και το εκπαιδευτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο. Ο πολιτικός κόσμος συνεχίζει να παραγνωρίζει αυτό το γεγονός και εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τους πολίτες ως υπεύθυνους για την αδιαφορία που επιδεικνύουν για τα πολιτικά πράγματα.

Επιπλέον, όλα μάς πείθουν πως η αποχή αποτελεί, σε μεγάλο βαθμό, μια έκφανση της αδυναμίας ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων να εκφράσουν ή να αναγνωρίσουν την ταυτότητα των προβλημάτων τους στις υπάρχουσες πολιτικές αντιπροσωπεύσεις. Τα στρώματα αυτά, συμπεριλαμβανομένου και μέρους της παραδοσιακής πελατείας των αριστερών κομμάτων, έχουν την αίσθηση πως οι κοινωνικές δυσφορίες που βιώνουν δεν εισακούονται, δεν τυγχάνουν της δέουσας προσοχής και αναγνώρισης που θα όφειλαν από όλους αυτούς που έχουν τον λόγο και, ειδικότερα, από τον πολιτικό κόσμο, ο οποίος κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του απασχολούμενος με τα παιχνίδια και τις διακυβεύσεις της αναπαραγωγής του. Ολο και περισσότεροι πολίτες έχουν πια συνειδητοποιήσει πως στον μικρόκοσμο της πολιτικής προσδιορίζονται συμφέροντα (όπως τα παρατηρεί κανείς μέσα από τις περιπτώσεις διαφθοράς, χρηματισμού, νεποτισμού κ.ά.) τα οποία είναι, όλο και πιο πολύ, ανεξάρτητα από τα συμφέροντα των πολιτών, της πελατείας των πολιτικών. Ολο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα αντιλαμβάνονται πως οι συγκρούσεις μεταξύ κομμάτων και τάσεων μέσα στα κόμματα έχουν στόχο να κατασκευαστούν διαφορές που να υπερασπίζουν καλύτερα αυτά τα συμφέροντα και όχι για να εκπροσωπήσουν καλύτερα τους πολίτες.

Αυτοί οι δύο δομικοί παράγοντες έχουν αποτέλεσμα την παραγωγή δύο μείζονος σημασίας κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων, στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους: την απομάγευση της πολιτικής και ένα συλλογικό αίσθημα απελπισίας για το κράτος.

Πράγματι, από τη μια μεριά, οι κρίσεις και οι δυσφορίες πολλών κοινωνικών ομάδων δεν κατορθώνουν να εκφραστούν ρητά και να αναγνωριστούν στον χώρο παραγωγής της πολιτικής εργασίας. Μέσα και μέσω του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού παιχνιδιού επιτελείται μια εργασία ουδετεροποίησης των προβλημάτων των πολιτών. Η εργασία αυτή, η οποία ενδυναμώνεται και από την υστέρηση που χαρακτηρίζει τις νοητικές πολιτικές κατηγορίες αξιολόγησης των φορέων κατασκευής της «κοινής γνώμης», έχει αποτέλεσμα να διατηρούν οι πολίτες μια σχέση απομάγευσης με την πολιτική.

Από την άλλη μεριά, για πολλές κοινωνικές ομάδες το σημερινό κράτος παραβαίνει όλο και πιο συχνά, όλο και πιο συστηματικά την ιερή οφειλή του «έθνους απέναντι στα μέλη του». Δεν είναι τυχαίο πως για τα πιο ενδεή κοινωνικά στρώματα για πολλά και διαφορετικά προβλήματα η δυσφορία τους επικεντρώνεται στο ζήτημα των ξένων. Ολα τείνουν να μας πείσουν πως ένας από τους κύριους λόγους της απελπισίας όλων αυτών των ανθρώπων είναι το γεγονός ότι το κράτος αποσύρθηκε, ή αποσύρεται, από βασικούς τομείς της κοινωνικής ζωής για τους οποίους ήταν αρμόδιο. Εκεί που βλέπουμε στην αποχή μόνο μια κρίση της πολιτικής, ανακαλύπτουμε στην πραγματικότητα και μια απελπισία σχετικά με το κράτος ως φορέα υπεύθυνο για το δημόσιο συμφέρον. Η απελπισία αυτή ισχυροποιήθηκε από την εμπειρία της αριστερής διακυβέρνησης όταν οι «φιλελεύθεροι» αριστεροί ξεκίνησαν να διακηρύσσουν την αποκήρυξη των «ψευδαισθήσεων» που τους είχαν φέρει στην εξουσία. Οι άνθρωποι δεν πίστευαν πια σ’ αυτά που υποσχόταν η Δεξιά, αλλά σταμάτησαν πλέον να πιστεύουν και στην Αριστερά.

Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτικό πλαίσιο, στη σημερινή ελληνική κοινωνία, τη διαποτισμένη πλέον με μια εξαιρετική «δόση γήρατος», όπου ο κυνικός εορτασμός του τέλους της ιδεολογίας αντιπροσωπεύει το γήρας στην ιεραρχία της συλλογικότητας, την καρτερική παραίτηση στην τάξη των πραγμάτων, την αποδοχή της «φρόνησης», όπου η καταγγελία του ουτοπισμού, ο οποίος περιέχει πάντα ένα στοιχείο καταγγελίας και δύναμης, γίνεται αυτόματα αποδεκτή, απουσιάζει ένα πραγματικό συλλογικό σχέδιο για το μέλλον της. Και το κενό που δημιουργεί αυτή η απουσία φαίνεται πως επιτρέπει τη δημιουργία ενός κοινωνικού και πολιτικού χώρου μόνο για ατομικές στρατηγικές επιβίωσης. Οπως ακριβώς συμβαίνει στις περιπτώσεις πανικού ή μαζικής φυγής, όπου ο καθένας μάχεται για να σώσει τον εαυτούλη του μέσα σε έναν τελείως εγωκεντρικό αγώνα. Εστω και αν αυτό σημαίνει ότι ο καθένας συμβάλλει με το βάρος του στη βύθιση του πλοίου με το οποίο ταξιδεύει.