“Μπροστά σε ένα συγκεκριμένο γεγονός, όπως η απόσυρση του έργου του ντε Κορντιέ από την έκθεση OUTLOOK, μπροστά σε αυτό το πολιτικό πραξικόπημα στο χώρο της τέχνης, ένας κοινωνιολόγος οφείλει, κατ’ αρχάς, να θέσει το ερώτημα σχετικά με τους κοινωνικούς όρους δυνατότητας παραγωγής αυτού του πραξικοπήματος, όπως επίσης και σχετικά με τους κοινωνικούς όρους δυνατότητας της σχετικά ευρείας αναγνώρισης και νομιμοποίησης του, και κατά συνέπεια παραγνώρισης της θεμελίωσης αυτού του τυραννικού ενεργήματος. Νομίζω πως η κριτική αυτή οπτική που επιτρέπει και συνεπάγεται το κοινωνιολογικό βλέμμα είναι απαραίτητη γιατί όσο χρήσιμες και αν είναι οι κριτικές που καταγράφουν τα γεγονότα, τις επιδράσεις τους – όταν τις δείχνουν με το δάκτυλο κατά κάποιο τρόπο – παραμένουν ελλiπείς, άρα και μόνον μερικά αποτελεσματικές, όσο δεν συλλαμβάνουν την αρχή παραγωγής τους. Η κριτική ατόμων δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη κριτική των δομών και των μηχανισμών, αναγκαία συνθήκη για την πρόσβαση στη γνώση και τη συνείδηση των δομικών καταναγκασμών μέσα στους οποίους τα άτομα εμπλέκονται.
Αυτά τα δύο ερωτήματα θα προσπαθήσω να θίξω, ενεργοποιώντας στοιχεία από τη θεώρηση του Πιερ Μπουρντιέ για τη σημερινή κατάσταση του πολιτισμού με στόχο περισσότερο να συμβάλλω στη δημιουργία μιας γόνιμης συζήτησης παρά να επιχειρήσω μια τυπική, αυστηρά επιστημονική προσέγγιση. Στη συνέχεια, τελειώνοντας, θα καταλήξω σε μια σειρά προτάσεων σχετικά με ορισμένες αναγκαίες προϋποθέσεις που θα συνέβαλλαν στην ακύρωση της αναπαραγωγής παρόμοιων γεγονότων. Θα επιχειρήσω να επιχειρηματολογήσω πρακτικά, δηλαδή πολιτικά, με την ειδική σημασία του όρου. Η ανάγκη να μιλήσουμε πρακτικά προσδιορίζεται όχι μόνο από την κρισιμότητα του ζητήματος και από την σπανιότητα ευκαιριών όπως τούτη η έκδοση και η συνάντηση που την γέννησε, αλλά και από το γεγονός πως στις δημόσιες παρεμβάσεις, ως φορείς πολιτισμού, μας επιβάλλεται – περισσότερο ασύνειδα – ο κυρίαρχος τρόπος που μιλά κανείς για τον πολιτισμό, γεγονός που ωθεί στην υιοθέτηση μιας αισθητικής διάστασης του λόγου (άρα και της συνεπαγωγικής πολιτικής συμπεριφοράς που εμπλέκει και εμπνέει). Η αισθητική αυτή πόζα μας κάνει να μην ελέγχουμε την σχέση με το αντικείμενο που επενδύεται στην ανάλυση μας, ή πιο απλά, να παράγουμε λόγους οι οποίοι μας πληροφορούν περισσότερο για τον τρόπο αναφοράς μας στο αντικείμενο παρά για το ίδιο το αντικείμενο. […]”