”Η υπό μορφή μονολόγου παρουσίαση του διαλόγου μας με την Ιωάννα –φοιτήτρια σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο, νεαρή «αλλοδαπή», η οποία περιμένει από μέρα σε μέρα να εκδοθεί η επίσημη απόφαση για την ελληνική ιθαγένεια την οποία έχει από χρόνια ζητήσει–, που ακολουθεί, επιλέχθηκε προκειμένου να γίνει περισσότερο αισθητή, μέσα και μέσω τού ό,τι φανερώνει και προδίδει ο «κατακτημένος» από την ερευνητική σχέση λόγος της, η καταλυτική δράση που μπορεί να ασκήσει η ίδια η κοινωνιολογική έρευνα ως ανάλυση και ως αυτoανάλυση.
Πράγματι, δεδομένου ότι οι κατηγορίες (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτισμικές, ηθικές, με μια λέξη «πολιτικές») μέσω των οποίων σκεπτόμαστε τη μετανάστευση και, γενικότερα, τον κοινωνικό και πολιτικό μας κόσμο, αποτελούν, αντικειμενικά (δηλαδή, χωρίς να το θέλουμε και να το γνωρίζουμε), εθνικές, και, ενίοτε, εθνικιστικές κατηγορίες, τότε, θα μπορούσαμε, χωρίς δυσκολία, να διακρίνουμε τη βασική αρετή αυτού του μονολόγου, η οποία δεν είναι άλλη από αυτή της συμβολής στην ανάλυση των ερεβωδών περιοχών του ασυνειδήτου μας, στην αντικειμενικοποίηση της «κρατικής σκέψης», δηλαδή, αυτής της μορφής σκέψης η οποία αντανακλά, μέσω των νοητικών δομών που ενεργοποιεί η Ιωάννα στο μονόλογό της, τις δομές του κράτους που έγιναν σώμα της, τις πολιτικές δομές –με την ευρεία έννοια του όρου–, τις νοητικές κατηγορίες που δομούν τη σκέψη της Ιωάννας και αποτελούν εθνικές δομές που δρουν ως τέτοιες. Οι δομές αυτές είναι δομημένες δομές, υπό την έννοια ότι αποτελούν ιστορικά και κοινωνικά καθορισμένα προϊόντα, αλλά, επίσης, δομούσες δομές υπό την έννοια ότι προκαθορίζουν και οργανώνουν την αντίληψή της για τον κόσμο και, στη συνέχεια, τον ίδιο τον κόσμο της. Με άλλα λόγια, η διήγηση της Ιωάννας που ακολουθεί, προϊόν της κοινωνιολογικής έρευνας που μετασχηματίζεται σε κοινωνιοανάλυση, μάς καλεί να αναστοχασθούμε τον «αλλοδαπό» και το «μετανάστη», τη «μετανάστευση», αυτό το «καθολικό φαινόμενο», όπως έλεγε ο Α. Sayad, το οποίο γίνεται πάντα αντικείμενο μιας τοπικής σκέψης και, στην περίπτωσή μας, μιας σκέψης μέσα ένα έθνος-κράτος.
Πράγματι, μέσα από την κατάθεση των σιωπηλών εξεγέρσεων και των θορυβωδών παραιτήσεων, στις οποίες την οδηγούν κυρίως οι ηθικές οδύνες που καλείται συνεχώς να διαχειρισθεί, η Ιωάννα, μια αλλοδαπή, μια «μετανάστρια» που βιώνει τη θέση του ατόπου, κάτοχος μιας θέσης που δεν διαθέτει χώρο ή, μάλλον, που κατέχει έναν «μπάσταρδο χώρο», μια αταξινόμητη –ούτε ντόπια ούτε ξένη–, μια «ακατάλληλη» Άλλη μέσα στους «εύλογους» Ίδιους, μια «άκαιρη», «ανάρμοστη», «ανοίκεια», «απαράδεκτη» και, τελικά, απαρουσίαστη παρουσία, θύμα ενός είδους «μεταφυσικής στέρησης», όπως θα έλεγε ο Bourdieu2, μέσω του λόγου της, μας καθοδηγεί στις αρχές της αναγκαιότητας ενός στοχασμού πάνω στο Κράτος, στις θεμελιώσεις του, στους ενδογενείς μηχανισμούς της δόμησης και του τρόπου λειτουργίας του, στην υπενθύμιση των κοινωνικών και των ιστορικών όρων της γέννησής του, τελικά, πάνω στο τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε το κράτος, τον τρόπο με τον οποίο το ίδιο το κράτος σκέπτεται τον αλλοδαπό και τη μετανάστευση, πράγμα που προδίδει τον τρόπο με τον οποίο σκέπτεται τον ίδιο τον εαυτό του3. Κοντολογίς, σε μια εποχή οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, η οποία συμβάλλει στην πλήρωση των όρων αναγνώρισης της εγκαθίδρυσης του «ξένου» και της διαχείρισής του σε ένα από τα μείζονα πολιτικά διακυβεύματα4, ο λόγος της Ιωάννας συμβάλλει σε μια τόσο αποτελεσματική σηματοδότηση ενός κριτικού στοχασμού πάνω στα προαπαιτούμενα της κρατικής σκέψης, μιας διεργασίας απονομιμοποίησης μιας σειράς νόμιμων και αυτονόητων πραγμάτων που υπάρχουν βαθιά ριζωμένα μέσα μας, κρυμμένα στο κοινωνικό μας ασύνειδο (λ.χ. το ζήτημα των νόμιμων θεμελίων της έννοιας της ιθαγένειας και της σχέσης μεταξύ πολίτη και κράτους, έθνους και εθνικότητας), και, ως εκ τούτου, συντελεί πρακτικά στη νομιμοποίηση μιας αναγκαίας πρόσκλησης σε μια διεργασία ιερόσυλης ρήξης με την κρατική δόξα, με τα «κρατικά σώματα και πνεύματά» μας, όπως έλεγε ο Bourdieu, ώστε θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κακή συνείδηση του ιδεαλισμού χωρίς ιδέες και του ματεριαλισμού χωρίς υλικό, που δομούν πολλές «ριζοσπαστικές» αναλύσεις, από τις οποίες βρίθει ο επιστημονικός χώρος του αντίστοιχου αντικειμένου. […]”