Η οικονομία της ανάγκης: συνέντευξη με μια συνταξιούχο

Περιήγηση:
Η οικονομία της ανάγκης: συνέντευξη με μια συνταξιούχο
Καταγραφή μηνιαίων εξόδων Φανής και Γιώργου (Ιούνιος 2012)

“Ο Γιώργος, 79 χρονών, συνταξιούχος οδηγός πια, σκληρά εργαζόμενος σε όλη του τη ζωή σε διάφορες δουλειές αλλά ποτέ στο Δημόσιο, με διαστήματα ανεργίας τα τελευταία χρόνια της εργασιακής του ζωής, και η 75χρονη γυναίκα του, η Φανή, η οποία πάντα στο σπίτι, ως νοικοκυρά, είχε αναλάβει την οικονομία της οικονομίας, της ηθικής και του ηθικού, «ο βράχος», «ο κάβος του πλοίου», «ο υπουργός οικονομικών του σπιτιού», όπως του αρέσει να την αποκαλεί ο Γιώργος, είναι, και οι δυο, προϊόντα του ελληνικού «πολιτισμού της φτώχειας» –για τον οποίο μιλάει ο Π. Μάρκαρης– των δεκαετιών του‘50 και του ’60. Παιδιά αγροτικών εργατών, πήγαν στο σχολείο μέχρι τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου, έμαθαν τη σκληρή δουλειά από νωρίς (ο Γιώργος στα χωράφια και η Φανή στα λίγα ζώα που συμπλήρωναν την οικογενειακή οικονομία) και ήρθαν στην Αθήνα για μια καλύτερη τύχη, αυτός για να γίνει οδηγός και αυτή για να μάθει τη μοδιστρική. Εκεί, αρχές του ’60,
γνωρίστηκαν, παντρεύτηκαν και κατοικούν, από τότε, στη λαϊκή γειτονιά μιας παραδοσιακά αριστερής λαϊκής συνοικίας, στη μικρή και, παλιά πλέον, ιδιόκτητη μονοκατοικία των 58 τετραγωνικών μέτρων, προίκα της Φανής, μέσα στην οποία μεγάλωσαν τα δυο παιδιά τους και φιλοξένησαν, για πολλά χρόνια, τον μικρότερο αδελφό της Φανής μέχρι «να σταθεί στα πόδια του», έως ότου «άνοιξε το δικό του μαραγκούδικο».
Το ηλικιωμένο αυτό ζευγάρι, το οποίο, εξαιτίας μιας σειράς κοινωνικών ατυχημάτων, παρέμεινε, τηρουμένων των αναλογιών, στις ίδιες σχεδόν ταξικές συνθήκες μέσα στις οποίες αποφάσισε να συγκροτηθεί ως τέτοιο [«εμείς δεν κάναμε πανωσήκωμα, μείναμε στο ισόγειο…»], όχι μόνο διαβιώνει, χωρίς να δημιουργεί χρέη –τα οποία «θα έτρωγαν» τις κάποιες ελάχιστες καταθέσεις που έχουν «…χωρίς να τις πειράζουν…για “ώρα ανάγκης” ή για να “φύγουν” με αξιοπρέπεια»–, σχεδόν αποκλειστικά [«εκτός αν έχουμε κανένα παρατράγουδο, κανένα γιατρό…και ξεφεύγουμε και,τότε, έχουμε ανάγκη κανένα δανεικό…, από μια φίλη μου από την εκκλησία…, που και αυτό αμέσως της το δίνωμε το που πληρώνομαι αρχές του μήνα», ή «δεν έχω να φτιάξω ένα δόντι…»] με τη μηνιαία σύνταξη των 680 ευρώ που διαθέτει, αν δεν υπολογίσει κανείς τις προμήθειεςτροφίμων που κερδίζει ο Γιώργος με την ευκαιριακή δουλειά του στη λαϊκή αγορά ως «βοηθός στον πάγκο» ενός φίλου του, πατατοπαραγωγού [«όποτε έχει ανάγκη με φωνάζει να βάλω ένα χεράκι»], αλλά προσπαθεί και να στηρίξει την οικογένεια της κόρης του, που αδυνατεί «να τα βγάλει πέρα» υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης. […]”

Η οικονομία της ανάγκης: συνέντευξη με μια συνταξιούχο, Κοινωνικές Επιστήμες, 2-3, 2013, σ. 42-50