Το κοινωνικό φαινόμενο για το οποίο είμαστε εδώ να συζητήσουμε, είναι από αυτά που επιβάλουν στον επιστήμονα, πριν να αρχίσει να το μελετά, τον ορισμό του, ένα κοινωνικό ορισμό, προϊόν σύνθετων συμβολικών αγώνων των οποίων διακύβευμα αποτελεί ο ίδιος αυτός ο ορισμός. Θέλω να πω, πως δεδομένου ότι πριν να αρχίσει ένας επιστήμονας να μελετά το φαινόμενο αυτό, βρίσκεται ήδη μπροστά σε μια προκατασκευασμένη έννοια, προϊόν του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των φορέων, συλλογικών και ατομικών, οι οποίοι εμπλέκονται σε αγώνες με στόχο την επιβολή της επίσημης παράστασης του φαινομένου-παράστασης η οποία συνδέεται με δομικό τρόπο με τα ποικίλα συμφέροντα που επενδύουν σε αυτή την παράσταση οι αντίστοιχοι φορείς – το υποκείμενο της γνώσης διατρέχει το κίνδυνο να μετατραπείσε αντικείμενο του αντικείμενου τη γνώσης που επιχειρεί να κατακτήσει. Και μόνο μια αποδόμηση των προκατασκευασμένων εννοιών, οι οποίες επενδύουν το υπό διερεύνηση του φαινομένου, μας επιτρέπει να το κατασκευάσουμε ως επιστημονικό αντικείμενο, με δυο λόγια, να το μετατρέψουμε από κοινωνικό πρόβλημα σε επιστημονικό πρόβλημα. Είναι το ένα από τα καθαρά θεωρητικά σχόλια, τουλάχιστον υπό τη «σχολαστική» έννοια του όρου, τα οποία είχα σκοπό να διατυπώσω στην αποψινή συνάντηση.
«Μορφές νεανικής παραβατικότητας και η κρίση της αναπαραγωγής των λαϊκών τάξεων», Κείμενο στο Θ. Θάνος (επιστ.επιμ.), Παιδική παραβατικότητα και Σχολείο Αθήνα:Τόπος, 2009, σ. 130-136 [πρακτικά συνεδρίου]