“Στα πλαίσια αυτού του άρθρου δε μας δίνεται η δυνατότητα να υπεισέλθουμε σε μια αυστηρή ανάλυση της γέννησης αυτού του νέου χώρου, όπως την ανέλυσε, για τη γαλλική περίπτωση ο Champagne μπορούμε τουλάχιστον να πούμε πως όλα δείχνουν πως οι ειδικοί αυτοί κατόρθωσαν να δρομολογήσουν την αλλαγή του ορισμού της πολιτικής, δηλαδή ό,τι μπορεί νόμιμα να κάνει ένας πολιτικός για να εκλεγεί, και μ’ αυτόν τον τρόπο, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός καινούριου πολιτικού παιχνιδιού μέσα στο οποίο οι ειδικές υπηρεσίες τους έγιναν απαραίτητες. Ταυτόχρονα, η σχέση της αντιπροσώπευσης που εγκαθιδρύεται με την εκλογή αρχίζει να αμφισβητείται από τον πολλαπλασιασμό των δημοσκοπήσεων που στοχεύουν να επιλύουν άμεσα, χωρίς διαμάχες και συζητήσεις, με τη βοήθεια μεμονωμένων και στην πλειοψηφία τους απληροφόρητων ατόμων, κάθε πρόβλημα που ανακύπτει στην επικαιρότητα ή στο εσωτερικό της πολιτικής τάξης.
Οι πολιτικοί που εκλέγησαν για να επεξεργαστούν και να υπηρετήσουν αυτό που πρέπει να είναι η «λαϊκή βούληση» συναντούν από τα ινστιτούτα δημοσκοπήσεων που δείχνουν να καθιστούν δυνατό ένα είδος « άμεσης δημοκρατίας» χωρίς διαμεσολάβηση. Η ύπαρξη μάλιστα αυτών των δημοσκοπήσεων και η επιστημονική αξιοπιστία που οι πρωταγωνιστές του πολιτικο-δημοσιογραφικού πεδίου τους αποδίδουν, επιφέρει μια μετατόπιση της «πολιτικής εργασίας»: οι προσωπικότητες που εκλέγησαν μόνο για την υποτιθέμενη ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν τα πολιτικά προβλήματα οφείλουν σήμερα να μεριμνήσουν επιπρόσθετα ώστε να πιστέψουν και να κάνουν πιστευτό, με τη βοήθεια των συμβούλων επικοινωνίας, ότι τα μέτρα που συνιστούν ύστερα από σκέψη και ανάλυση, είναι ταυτόσημα μ’εκείνα που αυθόρμητα επιθυμούν οι περισσότεροι πολίτες.
Από την άλλη πλευρά οι πολιτικοί αναλυτές, αντί να αποσαφηνίζουν τις πολιτικές συγκρούσεις και να αναδύουν τα αληθινά προβλήματα, παράγουν εκλογικές εκστρατείες που έχουν όλες τα ίδια χαρακτηριστικά αφού η επεξεργασία τους βασίζεται στις ίδιες έρευνες και εμπνέονται από τους ίδιους στόχους. Και τελικά, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο , οι μετρήσεις της κοινής γνώμης δεν επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση της σχέσης των διαφόρων κατηγοριών ψηφοφόρων με την πολιτική , αλλά μόνο τον τρόπο του πώς να την «παγιδέψουν». Και η περιοδική καταγγελία, από τον ίδιο τον Τύπο, αυτών των δημαγωγικών πρακτικών συμβάλλει τελικά στην τροφοδότηση ενός υποδαυλίζοντα αντι- κοινοβουλευτισμού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βατήρας για επικίνδυνους για τη δημοκρατία δημαγωγούς. Πράγματι δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηρίζαμε, μαζί με τον Champagne , πως ο μετασχηματισμός του πολιτικού πεδίου που συντελείται σήμερα συμβαδίζει με την εγκαθίδρυση μιας «νέας αρχής καθολικής νομιμότητας» που θεμελιώνεται στην τηλεόραση και το «χειροκροτόμετρο». […]”
Ο μετασχηματισμός του πολιτικού παιχνιδιού, Σύγχρονα Θέματα, 57, 1995, σ. 13-15