” […] Πράγματι, αν θέσουμε, προς στιγμήν, εκτός εξέτασης τόσο τις δυσλειτουργίες που έχουν παρατηρηθεί στο εσωτερικό της εκτελεστικής ομάδας κι έχουν να κάνουν με τη λογική των σχέσεων που τείνουν να διαμορφωθούν στο εσωτερικό της –καθώς δεν έχουμε ούτε την απαραίτητη απόσταση ούτε τα απαραίτητα στοιχεία για να θεμελιώσουμε εμπειρικά μια αυστηρή διαπίστωση ικανή να μας επιτρέψει να εξαγάγουμε ασφαλή συμπεράσματα– όσο και τα μεγάλα και σημαντικά γραφειοκρατικά προβλήματα που έχουν τεθεί στην καθημερινή πρακτική υλοποίησης των προγραμματισμένων δράσεων, όλα τείνουν να μας
πείσουν πως τα μεσαία εκτελεστικά στελέχη, όπως όλοι οι φορείς «διαμεσολαβητικού πολιτιστικού επαγγέλματος», τείνουν να υιοθετήσουν μια ιδεολογία η οποία τους ωθεί να απολυτοποιούν τη διαμεσολάβηση που εφαρμόζουν και το όριο της αποτελεσματικότητάς της.
Μέσω της μεγιστοποίησης μιας αισιοδοξίας η οποία δημιουργεί το λόγο ύπαρξής τους, η ιδεολογία αυτή τείνει να απωθήσει τις γνώσεις και την αναγκαία εργασία αναστοχασμού οι οποίες, συσχετίζοντας και αποτιμώντας τη σχέση στόχου και αποτελέσματος, θα μπορούσαν να θέσουν σε αμφισβήτηση τους όρους παραγωγής και αναπαραγωγής της πίστης στην τελική νίκη του έργου τους και της δικαίωσης των προσπαθειών τους, άρα της αφοσίωσης στην «αποστολή» τους και στην αναπαραγωγή της θέσης εργασίας τους. Αντίθετα, όσο ανεβαίνουμε στην ιεραρχία, οι ιθύνοντες, υπό το βάρος ενός δομικού double bind –εξαιτίας της διπλής, κοινωνικο-διοικητικής και πολιτιστικής, θέσης που κατέχουν σε αυτή τη συλλογική εργασία και οργανισμό–, φαίνεται να αιωρούνται μεταξύ της κοινωνικής λογοδοσίας και της υπεράσπισης της καλλιτεχνικής αξίας, αιώρηση της οποίας η κατεύθυνση καθορίζεται, σε κάθε περίπτωση, από τη θέση που κατέχει το κάθε διευθυντικό
στέλεχος μέσα στη δομή των σχέσεων που διαμορφώνουν τόσο τις κοινωνικές σχέσεις (άρα, σχέσεις συνεργασίας, συναγωνισμού, ανταγωνισμού, κυριαρχίας κ.ο.κ.) στο εσωτερικό της εταιρείας όσο και τις σχέσεις μεταξύ οργανισμού και ευρύτερης τοπικής κοινωνίας. […]”