“Παρ’ όλο που διακινδυνεύω να χαρακτηριστώ αφελής ή κυνικός-εξαρτάται από ποιά θέση μέσα στο πεδίο υποδοχής των έργων μπορούμε να κοιτάξουμε τη θέση μου στο χώρο διακίνησης των νοημάτων αυτών των έργων-θα έλεγα πως το έργο του Π.Μ. είναι πρωτοποριακό, πράγμα που εξηγείτο γεγονός ότι είναι δύσκολο να το εντάξεις στις καθιερωμένες ακαδημαϊκές ταξινομήσεις. Για παράδειγμα, η κοινωνιολογία της παιδείας και της εκπαίδευσης που προτείνει είναι κατ’ αρχήν μια κοινωνιολογία της εξουσίας, η κοινωνιολογία του της πολιτικής είναι μια γνωστική κοινωνιολογία και αντίστροφα, η κοινωνιολογία του της οικονομίας και του κράτους μια κοινωνιολογία του συμβολικού και η κοινωνιολογία του του σώματος και της κουλτούρας, μια κοινωνιολογία της κυριαρχίας. Είναι λοιπόν, λογικό, ο ανυποψίαστος αναγνώστης ή ο αναγνώστης του διαγώνιου διαβάσματος να παρουσιάσει φαινόμενα “αλλοδοξίας”. Ο διανοητικός τρόπος παραγωγής από τον οποίο απορρέουν οι διάφορες εργασίες του Πιέρ Μπουρντιέ -και αυτές των συνεργατών του και των μαθητών του-παρουσιάζει, έχω την εντύπωση, μια τριπλή πρόκληση στην καθιερωμένη κοινωνική επιστήμη. Κατ’ αρχήν αμφισβητεί θεμελιακά τον διαχωρισμό των επιστημών που κληρονομήθηκε από τις συντυχίες της πανεπιστημιακής ιστορίας. Ο Πιέρ Μπουρντιέ θα μπορούσε αναμφίβολα να γίνει ένας από τους φιλοσόφους-φάρους της εποχής του ή να παραμείνει στο χώρο της εθνολογίας και να διαδεχθεί τον C.Levi-Straussόπως, τουλάχιστον, φαινόταν ότι θα συνέβαινε όταν συνέτασσε στις αρχές του ’60 το άρθρο του “La maison Kabyle ou le monde renversée”. Μ’ αυτό έθετε τέλος στο γάμο του με τον δομισμό. Τότε, ο Π.Μ. επέλεξε να ενασχοληθεί με μια “κατώτερη” επιστήμη, “ταπεινή” την κοινωνιολογία, για να την καταστήσει μια ολική επιστήμη, η οποία θα ενσωμάτωνε τις διάφορες κοινωνικές επιστήμες, όπως την εθνολογία, την ιστορία, την οικονομία, αλλά και τη φιλοσοφία. Η ενσωμάτωση αυτή έγινε με τρόπο ώστε να θεμελιώνει έναν τρόπο σκέψης, ο οποίος να μπορεί να στοχάζεται και να αναλύει τις πρακτικές και του κοινωνικούς θεσμούς μέσα στην πολυπλοκότητά τους και τη συνθετικότητά τους. O Πιέρ Μπουρντιέ αποθεμελίωσε επίσης τον καθιερωμένο καταμερισμό της επιστημονικής εργασίας, απορρίπτοντας μέσα στην επιστημονική του πρακτική-και όχι πάνω στο χαρτί-την κανονιστική διάκριση μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας, διανοητικής επεξεργασίας και πρακτικών διαδικασιών, διανοητικής έρευνας και έρευνας πεδίου. Τέλος, μια τρίτη παράβαση, μια τρίτη ιεροσυλία, είναι αυτή των συνόρων μεταξύ των θεωρητικών ναών. Ο Πιέρ Μπουρντιέ κατάφερε να ενσωματώσει τις θεωρητικές συνεισφορές των μεγάλων ρευμάτων που προέρχονται από τον Μαρξ, τον Weber, τονDurkheim και πολλούς άλλους (Husserl, Cassirer, Melreau-Ponty, Austin, Wittgestein), μέσω μιας αποσαφήνισης της θεωρίας της γνώσης του κοινωνικού που είχαν από κοινού. Μ’ αυτό τον τρόπο κατάφερε να συσσωρεύσει τα κεκτημένα παραδόσεων των οποίων οι διάφοροι κανονάρχες και νεωκόροι θεωρούσαν ανταγωνιστικά, και να προσφέρει, κατ’ επέκταση, την ευκαιρία μιας μεγαλύτερης ελευθερίας σκέψης ως προς κάθε μια απ’ αυτές. Για παράδειγμα, ο Π.Μ. όπως έχει πολλές φορές γραφεί, είναι ντυρκαϊμενικός από ορισμένες πλευρές: η σημασία που παρέχει στην πίστη, η υπόθεση αντιστοιχίας μεταξύ κοινωνικών και νοητικών δομών, η χρήση της εθνολογίας ως μιας “τεχνικής, οιονεί πειραματισμού” τον συνδέουν με τον θεμελιωτή της γαλλικής κοινωνιολογίας. Από μια άλλη πλευρά, όμως, είναι φανατικός αντιντυρκαϊμενικός: η θεώρησή του για τις ανταγωνιστικές κοινωνικές σκέψεις, η ευαισθησία του στις κοινωνικές ανισότητες, η έννοια της συμβολικής βίας κλπ. Με τον Weber μοιράζεται την ιδέα ότι η κυριαρχία είναι παντού και κυρίως εκεί που δεν γίνεται αντιληπτή, αλλά επιμένει, αντίθετα με τον Weber, στην ανάγκη αντικειμενιστικής ρήξης και στη χρήση του δομικού τρόπου σκέψης. Με δύο λόγια, θα έλεγα πως το πιο σημαντικό και καινοτόμο στη σκέψη του Π.Μ. είναι η ικανότητά του να αναδύει κρυφές διαστάσεις των φαινομένων και να γεννά προβλήματα, να δημιουργεί νέα αντικείμενα, κοντολογίς να “ωθεί σε αποκαλύψεις” […]”
Διαβάστε και ενημερωθείτε για το βιογραφικό του Νίκου Παναγιωτόπουλου.